0164

Η μάχη της Αράχωβας

 

Απάνω στην Αράχωβα, ψηλά στον Άϊ Γιώργη

πολλά ντουφέκια πέφτουνε και σαματάς μεγάλος.

Μήνε σε γάμους πέφτουνε, μήνε σε πανηγύρι,

πόλεμος γίνεται εκεί και σκοτωμός μεγάλος.

Ρωμαίγοι είν’ που πολεμάν με τον Καραϊσκάκη

με Τούρκους πώχουν αρχηγό αυτόνε το Μουστάμπεη,

πώχει Αρβανίτες διαλεχτούς το ούλο τρεις χιλιάδες.

 

“Αφέντη Άϊ Γιώργη, πολεμιστή και γριβοκαβαλλάρη,

αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,

μας ήρθε ο Μουστάμπεης ψηλά στο κεφαλάρι”.

“Βγάτε να πολεμήσετε να μη μείνει ποδάρι”.

“Έχει πασάδες μπόλικους, ασκέρι τρεις χιλιάδες”.

“Βγάτε να τους μποδίσετε για να μην μπουν στην πόλη,

ίσως και το ταχειά ταχύ, να πέσει και το χιόνι

τότες θα ξεπαγιάσουνε θα ξεραθούνε όλοι”.

“Καραϊσκάκη μ’ αρχηγέ και πρώτε καπιτάνε

έβγα στο κεφαλάρι μας να μας ελευθερώσεις”.

 

Πάψε, Γιώργο μ’, τον πόλεμο, μάσε τα γιαταγάνια

και μέτρα τους Αγαρινούς, μέτρα τους σκοτωμένους

κι οι ράχες εγεμίσανε ‘πο Τούρκικα κουφάρια.

Τον πάγο έχουν σάβανο, το χιόνι μαξιλάρι,

κι αυτός ο αρχηγός ο καπετάν Μουστάμπεης

σφαγμένος είναι κι αυτός, του λείπει το κεφάλι.

Μα τα κουφάρια είν’ πολλά και μετρημό δεν έχουν,

μαζεύουν πούταν εύκολο αράδα τα κεφάλια.

Και πύργο τότε στήσανε, πέρα εις τα Πλατάνια

κι ο πύργος ήτανε τρανός, τρανός σαν κυπαρίσσι

και γύρω του χορεύανε όλα τα παλικάρια.

 

 

Το όνειρο του τσοπάνου

Ήθελα να ‘μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο,

να ζήσω χρόνια αμέτρητα, να ζήσω μιλιούνια,

να ‘χω το μάτι του αϊτού και του λαγού το άκου,

να διαλαλώ το τι θα δω χειμώνα καλοκαίρι

εδώ ψηλά στον Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι.

 

Ήθελα και να γνώριζα των αγριμιών τη γλώσσα,

των σταυραετών, των γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,

να κρένω μ’ όλα τα στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,

και με τ’ αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.

 

Να δέχομαι στις πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,

να ταγιαντάω στο βοριά, σ’ όλα τα μοχλοβόρια.

 

Να στήνω στον Καράχαλη ταμπούρι ατσαλένιο

και ν’ αγναντεύω τα χωριά, τους κάμπους την Αθήνα,

να λέπω τον Ελλήσποντο της Πόλης το μπουγάζι,

τον ήλιο με τα κάλλη του, σαν βγαίν’ απ’ τη φωλιά του.

 

Ν’ ακούω το γέρο έλατο, πώς σκάζει και βογγάει,

σαν τον χτυπάει ο βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,

πώς ταγιαντάει κι ύστερα με δίχως κλαπατάρια,

πώς σέρνει απ’ τη ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.

 

Να βλέπω τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες

την Άνοιξη σαν έρχονται από τα καμποχώρια,

πώς φτιάχνουν τα γιατάκια τους, πώς φτιάχνουν τα κονάκια,

πώς στένουνε τ’ απόσκια τους, πώς στένουν τους σταλούς τους,

τσελιγκοπούλες λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια

μ’ όμορφα τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.

 

Να δω το γέρο τσέλιγκα στη στρούγκα πώς αρμέγει,

να δω πώς πήζει το τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,

πώς φτιάχνει με ξυνόγαλο τη νόστιμη μυτζήθρα.

 

Κι ύστερα στο γιατάκι του με κοφτερούς σουγιάδες,

πώς φτιάχνει κλειδοπίνακα και ξύλινες κουτάλες.

 

Να δω το γέρο τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,

την τσελιγκίνα δίπλα του, τους γιους του τις νυφάδες,

πώς κάθεται στον έλατο μ’ αγγόνια και ξαγγόνια,

και λέει τραγούδια κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,

να μολογάει για στοιχειά, για λάμνιες για θηρία,

κι όλοι να ακουρμάζονται με πόθο και λαχτάρα.

 

Κι απάνω στο μολόγημα τα βλέφαρα πώς κλείνουν

και πώς όλοι πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.

 

Ήθελα να΄μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο

και να ‘βλεπα και να ‘λεγα, ποτέ να μην τα σώνω.