Το πανηγυράκι. Μια ματιά του Δάσκαλου…
Μιλάμε για το πανηγυράκι μας, αυτό που γίνεται ψηλά στον Αη-Γιώργη. Πραγματικά το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος. Για φέρετε το μυαλό σας πίσω, τότε που πρωτοθυμηθήκατε το πανηγυράκι, τουλάχιστον στα χρόνια μετά τους πολέμους, το 50 και δώθε, όπου ανασαίνοντας τον αέρα της ειρήνης και της ηρεμίας προσπαθήσαμε να αναστηθούμε ξαναβρίσκοντας την ταυτότητά μας. Ο Βλαχομήτρος, ο Βγαντζιλόγιαννος, ο γέρο-Θανάσης ο Μπαλάσκας, ο άλλος Μπαλάσκας, ο Πατσανταρόγιαννος, ο γέρο-Μέγκλας, οι δύο Καραφασουλαίοι, Στάθης και Λάμπρος, ο Γερολυμάτος κι από κοντά ο Άγγελος με τον αδερφό του τον Τσιμπλόγιαννο, ο Περικλόγιαννος, ο…ο…με κυρίαρχες φυσιογνωμίες πάντα το γέρο-Καφάση με την καραμούζα του και το γέρο-Τσελεπή με το τούμπανο. Κι από την άλλη μεριά η Μπαρούτισσα, με την καφέ την σκέπη της, η Δμούλαινα και άλλες που δε θυμάμαι…Θεός σχωρέσει τους όλους. Αυτοί κράτησαν κι αναβίωσαν το πανηγυράκι μας.
Αυτούς θυμάμαι, αυτοί όλοι κι όλοι ήταν το πανηγύρι. Φαίνεται τότε ότι συνέβαινε το αντίθετο : «Ο τόπος ήταν πολύς, το πανηγύρι ήταν λίγο». Έστελνε θυμάμαι γράμματα στον κάθε Αραχωβίτη ή Αραχωβίτισσα ο Άγιος, που άρχιζαν κάπως έτσι: «παιδί μου όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος να βάλεις τη φουστανέλα σου και να έλθεις στο πανηγύρι μου…Σε περιμένω λοιπόν…» Κι ο άγιος παρακάλαγε, αλλά το πανηγύρι πάντα λίγο.
Μια εποχή, θυμάμαι πάλι, την εικόνα την συνόδευε ο Παναγιώτης ο Τσακωνίτης με το Γιάννη το Φέκο με τα κλαρίνα τους – συγνώμη για τα παρατσούκλια που χρησιμοποιώ, αλλά πρέπει να συνεννοούμαστε – και μια άλλη φορά ο Κώστας ο Παντίσκας κι ο Μήτσος ο Σούκερης με τις σάλπιγγες. Ο πρώτος μάλιστα ήταν και ο επίσημος σαλπιγκτής των αγώνων και των εωθινών. Κι από την άλλη ο Γκαβάραπας, ο Δερβίσης ο Παναγιώτης ο Πλήτσος, ο Λουκάς ο Σίμος ο Σφαλακιωτόγιαννος και παλαιότερα ο Μπαλάσκας, Πατσανταρόγιαννος κι άλλοι αγωνιζόντουσαν για το ποιος θα πάρει το αρνί. Σάλπιζε ο σαλπιγκτής καλούσε ο κήρυκας και παρουσιάζονταν ένα-ένα τα παλικάρια, όλα λιγοστά, επώνυμα κι απλά… «Ποιος του πήρι αρή;». «Ού τάδι στου δραμνιό, ου τάδι στου λ(ι)θάρ..».
Όμως σιγά-σιγά άρχισε κάτι να ζωντανεύει μέσα μας. Ήταν το κάλεσμα του Άγίου μας, ήταν η ράτσα που ξύπναγε, δεν ξέρω τι ήταν. Οι δέκα γίναν είκοσι, οι είκοσι σαράντα οι πενήντα εκατό κι πεντακόσιοι χίλιοι. Χίλιοι και σωμό δεν έχουν.
Τώρα, μόλις πέσει το πρώτο κανόνι κι αρχίσουν οι καμπάνες οι χαρμόσυνες, αφού κοπούν τα γόνατα και βουρκώσουν τα μάτια, τουλάχιστον ένας από κάθε σπίτι «ετοιμάζεται» για τον Άγιο.
Ασπρολογάν οι δρόμοι, ο Αγκάρσιος με τα σκαλιά του, από τα Πλατάνια πίσω απάνω κι από την Κονομόβρυση τον ανήφορο. Γεμάτος ο αυλόγυρος, γεμάτη και η εκκλησιά Του. Άντρες, γυναίκες, γέροι και νιοί, μέχρι και βυζασταρούδια, όλοι ντύνονται για τον «Αφέντη Αι-Γιώργη».
Και αρχίζει η πομπή της περιφοράς της Εικόνας και περνάνε και περνάνε και τελειωμό δεν έχει. Φιλαρμονικές, λάβαρα, εξαπτέρυγα, Μητροπολίτες επίσημοι και μυριάδες λαού, σχηματίζουν μια ατελείωτη αλλά και ατελεύτητη πια τώρα πομπή. Πώς ήρθαν τα πράγματα …Το μόνο αναλλοίωτο είναι το ανάποδο κεραμίδι με τα κάρβουνα και το λιβάνι να μυρώνει τον αέρα και δίπλα η φιγούρα της γριάς με το σάκκο και την σκέπη της, γονατιστή να προσεύχεται.
Θα έρθει εποχή – κι ολόψυχα το εύχομαι – που οι ντυμένοι θα είναι τόσοι που δεν θα προηγούνται πια της Εικόνας αλλά θα ακολουθούν. Γιατί τώρα πια πραγματικά, «το πανηγύρι είναι πολύ κι ο τόπος είναι λίγος…»
Ηλίας Κ. Λιάκος