Το Πανηγυράκι του Άη Γιώργη στην ΑράχωβαΛΑΟΓΡΑΦΙΑΠαραδοσιακά μουσικά όργανα – Πίπιζα
Το Πανηγυράκι του Άη Γιώργη στην ΑράχωβαΛΑΟΓΡΑΦΙΑΠαραδοσιακά μουσικά όργανα – Πίπιζα
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Παραδοσιακά μουσικά όργανα – Πίπιζα

Πίπιζα

pipizaΟ ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι ένα όργανο τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ζουρνάς λέγεται κυρίως στη Μακεδονία, τη Θράκη , τη δυτική Ρούμελη και τη Μυτιλήνη, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα λέγεται καραμούζα ή καραμούτζα και πίπιζα ή πίπιτζα. Έκτος από τις παραλλαγές: ζορνές (Κύπρος), ζορνάς (Κοζάνη), τζουρνάς (Λευκάδα), νιάκαρο ή νιακάρα (Ζακύνθο και Κεφαλονιά), καλάμι (Δυτική Ρούμελη) κ.α.

Είναι από τα πιο συνηθισμένα λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιείται σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο και αποτελείται από τρία μέρη: το κυρίως ζουρνά, τον κλέφτη και το κανέλι ή καρνέλι με την τσαμπούνα. Ο σωλήνας του ζουρνά  – συνήθως ελαφρά κωνικός κάποτε όμως και κυλινδρικός- καταλήγει σε ένα χωνί, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτό.

Φτιάχνεται από ξερό και χωρίς ρόζους ξύλο, για να αντέχει στο δούλεμα και στις καιρικές μεταβολές, και το τοίχωμα του πρέπει να είναι ισόπαχο και λεπτό. Το τελευταίο αυτό συμβάλει στην καθαρότητα, την ένταση και την ποιότητα του ήχου. Το σωλήνα τον τρυπούν σήμερα με τρυπάνι, παλιότερα με πυρακτωμένη λεπτή σιδερένια βέργα.

Άλλοτε πρόσεχαν πάρα πολύ τα ξύλα που έφτιαχναν τον ζουρνά για να είναι σίγουροι ότι δεν θα ραγίσουν. Σήμερα, άμα ραγίσει ο ζουρνάς τον τυλίγουν με μια κύστη από σφαγμένο ζώο. Με το καιρό η φούσκα ξεραίνεται και γίνεται ένα με το ξύλο και έτσι το προφυλάσσει από μελλοντικά ραγίσματα.

Στη επάνω μεριά μπαίνει ο κλέφτης, που πρέπει να εφαρμόζει καλά για να μη χάνεται καθόλου αέρας στο φύσημα. Στον κλέφτη προσαρμόζουμε το κανέλι με την τσαμπούνα και το οποίο είναι ένα λεπτό από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι στο οποίο δένουν το καλαμένιο διπλό γλωσσίδι, την τσαμπούνα.

Εξάρτημα του ζουρνά είναι και η φούρλα, ένας δίσκος από κόκαλο, μέταλλο ή ξύλο. Τρυπημένη στο κέντρο, την περνούν από το γλωσσίδι και την αφήνουν να καθίσει στο κέντρο. Στο παίξιμο ο ζουρνατζής ακουμπάει τα χείλια του στη φούρλα και αυτό το βοηθάει να φυσάει ευκολότερα. Η φούρλα, αν και δεν διαφέρει μορφολογικά, λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργεί η φοβία στον αρχαιοελληνικό αυλό.

Ο ζουρνάς έχει 7 τρύπες μπροστά, σε ίση απόσταση η μια από την άλλη και μία τρύπα πίσω για τον αντίχειρα. Εκτός απ’ αυτές τις τρύπες έχει και άλλες στο κάτω μέρος του ηχείου, οι οποίες δεν πατιόνται ποτέ και επιδρούν στην τονικότητα του οργάνου και την ποιότητα του ήχου.

Στο παίξιμο του ζουρνά το γλωσσίδι μπαίνει όλο στο στόμα. Με το φύσημα τα δυο χείλια του γλωσσιδιού πάλλονται δημιουργώντας τον ήχο.

Χαρακτηριστική είναι η τεχνική που χρησιμοποιεί ο ζουρνατζής. Ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, το αποθηκεύει στην στοματική κοιλότητα, για να το χρησιμοποιήσει σε λίγο, αντικαθιστώντας το με νέο αέρα, χωρίς να σταματήσει να παίζει το όργανο του.

Η έκταση της διατονικής κλίμακας, που δίνει ο ζουρνάς είναι μια οκτάβα και δυο φθόγγοι. Με δυνατότερο φύσημα και περισσότερο σφίξιμο στα χείλη, ο ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους τόνους, όμως αυτό δεν γίνεται συχνά γιατί είναι πολύ κουραστικό.

Το ύψος της τονικής εξαρτάται από το μήκος του ζουρνά και του γλωσσιδιού. Με τους καταλλήλους δαχτυλισμούς και φύσημα, ο ζουρνατζής εξουδετερώνει τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του οργάνου και δίνει τα διαστήματα της φυσικής κλίμακας.

Με τον οξύ διαπεραστικό ήχο, ο ζουρνάς είναι ένα όργανο για ανοιχτό χώρο. Στο παίξιμο του ζουρνά δεν έχουμε διακυμάνσεις δυναμικής. Στο μονοφωνικό αυτό όργανο, ο ζουρνατζής ξεμπολιάζει διαρκώς την μελωδία με τρίλιες και με άλλα μουσικά στολίδια.

Ο ζουρνάς παίζεται πάντα με το νταούλι. Τα δυο αυτά όργανα είναι το παραδοσιακό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Συνήθως παίζουν ένας ζουρνάς και ένα νταούλι ή δύο ζουρνάδες και ένα νταούλι που λέγονται και “ζυγιά”. Παλιότερα ωστόσο, στα πανηγύρια και τις μεγάλες γιορτές του χρόνου, που χόρευαν εκατοντάδες άνθρωποι, έπαιζαν και 3 με 4 ζουρνάδες μαζί με δύο ή και τρία νταούλια.

Η οικογένεια των οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι, στην οποία ανήκει και ο ζουρνάς τεκμηριώνεται στον ελλαδικό χώρο ήδη από τους ομηρικούς χρόνους με την παρουσία του αυλού του κατεξοχήν πνευστού οργάνου της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Τέλος φιλολογικές και εικονογραφικές πηγές μαρτυρούν την παρουσία του ζουρνά και στους νεότερους χρόνους.